- στράγγιση
- Σύνολο έργων με τα οποία προκαλείται η απομάκρυνση του νερού από τα εδάφη όπου αυτά πλεονάζουν. Οι σ. γίνονται για να δοθούν μεγάλες εκτάσεις στη γεωργία ή σε άλλες ειδικές χρήσεις, ή ακόμα και για να προκαλέσει τη στήριξη των εδαφών με χαμηλό βαθμό συνοχής που αποτελούν τις πλαγιές των υψωμάτων.
Η σ. μπορεί να γίνει με ανοιχτούς τάφρους ή με υπόγειους οχετούς, εάν είναι δυνατό να δημιουργηθεί μια φυσική εκροή του νερού. Όταν όμως τα εδάφη στα οποία πρόκειται να γίνει αποξήρανση είναι σε ζώνες πολύ χαμηλές, όπου δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθούν οι κατάλληλες κλίσεις στις αποστραγγιστικές τάφρους, καταφεύγουμε στην άντληση με υδραντλίες.
Υποστράγγιση ονομάζεται η απομάκρυνση του νερού από το εσωτερικό του εδάφους και χρησιμοποιείται για το στράγγισμα μεγάλων στρωμάτων που έχουν σε αρκετό βάθος κορεστεί απ’ αυτό ή όταν τα αυλάκια περισυλλογής δέχονται πολύ νερό και αδυνατούν να το απομακρύνουν. Στην περίπτωση αυτή οι γενικοί αγωγοί που ενέχουν θέση υπόνομων πρέπει να είναι πιο βαθείς. Παρόμοια έργα έγιναν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στην Κωπαΐδα.
* * *η, Ν [στραγγίζω]το στράγγισμα.
Dictionary of Greek. 2013.